- εικοσάρικος
- -η, -ο1. που έχει αξία, ηλικία, χωρητικότητα είκοσι μονάδων: Εικοσάρικη σοκολάτα. – Εικοσάρικο δοχείο. – Εικοσάρικη κοπέλα.2. το ουδ. ως ουσ., εικοσάρικο νόμισμα αξίας είκοσι ευρώ (πρβλ. εκατοστάρικο κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.